συνείργνυμι

συνείργνυμι
συνείργνῡμι,
A = συνέργω, Plu.Rom.5:—[voice] Pass.,

ἐς θάλαμον Id.Alex. 2

;

ἐν δεσμῷ Id.2.493d

, cf. Crass.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνείργνυμι — Α (αττ. τ.) βλ. συνέργω …   Dictionary of Greek

  • συνειργνυμένοις — συνείργνυμι pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνειργνύμενοι — συνείργνυμι pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνειργνύμενος — συνείργνυμι pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνειργνύναι — συνείργνυμι pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνείργνυτο — συνείργνυμι imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέργω — και επικ. τ. συνεέργω και αττ. τ. συνείργνυμι και αχρ. τ. συνείργω Α 1. περικλείω, συγκλείω («ὅσον συνεέργαθον ἄκραι», Ομ. Ιλ.) 2. περιστέλλω, περιορίζω («συνέργει τὸ πλῆθος τῆς σαρκός») 3. συνάπτω, συνδέω 4. ζώνω («ζωστῆρι... συνέεργε χιτῶνα»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”